- πολυπώλιο
- το, Ν(οικον.) μορφή αγοράς κατά την οποία πολλοί παραγωγοί ή κατασκευαστές διαθέτουν στην αγορά το ίδιο προϊόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πώλιο (< -πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο-πώλιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek